Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Ενας κύκλος που έκλεισε...


DSCN0014.JPG


.Χίος, Κατοχή του  ΄41.

"Η μάνα μου μ έστειλε στους Τρείς Μύλους στο Βροντάδο για ν αλέσω. Έπαιρνα τα σακουλάκια, ένα καλαμπόκι, ένα σιτάρι, τρείς τέσσερις οκάδες το ένα, τέσσερις οκάδες το άλλο κι ένα πορτοκάλι ή παξιμάδι αν βρισκότανε τότες.

Ητανε το λοιπόν οι μύλοι στη θάλασσα και πήγαινε ο κόσμος ν αλέσει αυτό το λίγο που βρισκόταν στον καθένα, καλαμπόκι ή σιτάρι και περίμενε σειρά. Εγώ πήγαινα στο μεσαίο - ο ένας στην άκρη άκρη στη θάλασσα ήτανε γκρεμισμένος.

Τα πανιά του μύλου ήταν πολύ παλιά.
Περιμέναμε στο μεταξύ να βάλει αέρα για να αλέσουμε το σιτάρι ή το καλαμπόκι και πολλές φορές νύχτωνε, παρόλο που πήγαινα απ το πρωί να περιμένω. Αλλά δεν έφευγα, γιατί είχα το φόβο της μητέρας μου που ήξερα ότι επερίμενε πώς και πώς να πάω στο σπίτι το αλεύρι για να ζυμώσει. «Άμα δεν αλέσεις το σιτάρι, να μην έρθεις σπίτι!» μού λεγε ..

Τέλος πάντων.. Και μου δίνανε ένα πορτοκαλάκι και περνούσα όλη την ημέρα.
Γιατί εμείς μόνο πορτοκάλια και μαντερίνια είχαμε μπόλικα, επειδή τότε με τους Γερμανούς, δεν μπορούσαμε να τα στείλομε έξω και επέφτανε  κάτω και τα τρωγε η  γη.
Εβοηθούσαμε και τον κόσμο. Ερχότανε ο «Συνοικισμός» (Μικρασιάτες πρόσφυγες) της Χίου και εζητούσανε από τον πατέρα ή χόρτα ή κάτι και κείνος τους έλεγε. Πάρτε μαναταρίνια, πάρτε ό,τι θέλετε!.. γιατί ο κόσμος πεινούσε.
 n657182519_1004177_6841.jpg
Στο Μύλο λοιπόν, ήτανε και άλλοι άνθρωποι που περιμένανε σειρά κι ανεβαίνανε τα σκαλάκια και πηγαίναμε πάνω, ψηλά- ο μύλος είχε δυό πατώματα και το κάτω κάτω ήτανε άδειο. Πρόσεχα να είναι οι μυλόπετρες καθαρές, να βάλω κι εγώ τα δικά μου ν αλεστούνε, διότι ο καθένας, όταν άνοιγε το τσουβαλάκι του, έπρεπε να περιμένει να μην πέφτει πια άλλο αλεύρι στο καναλάκι από τον προηγούμενο. Πρόσεχα κιαυτό που μού λεγε η μάνα μου. «Θα βάλεις πρώτα το σιτάρι, γιατί οι μυλόπετρες ΄έχουν πάντα κολλημένο πάνω τους αλεύρι κι άμα ρίξεις ύστερα το καλαμπόκι, παίρνει όλο το αλεύρι του σιταριού που έχει πιο πολύ αξία και πέφτει στο δικό σου τσουβαλάκι. Κατάλαβες?» Επερίμενα λοιπόν κι ύστερα έπαιρνα το αλέυρι και πήγαινα στο σπίτι μου και μούλεγε πάντα η μάνα μου. «Έχε την ευχή μου κόρη μου!» Οι άλλες αδερφούλες μου κάτι κάνανε κι αυτές, η μια στο περιβόλι, η μια από δω η άλλη από κεί.
DSC00856.jpg

Πάντοτε στο μύλο ήταν ένας γέρος, μ ένα κασκετάκι. Δεν θυμούμαι τι τον ελέγανε, γιατί ήμουν μικρή, δώδεκα χρονώ. Φαινότανε λιγάκι γερασμένος. Ητανε καλός ανθρωπάκος και πάντοτε μού λεγε «Παιδί μου, μη στεναχωριέσαι, θ αλέσεις. Θα τα αλέσεις κι εσύ. Θα πάρεις κι εσύ το αλεύρι στο σπίτι, δε θα σ αφήσω έτσι..
Καθόμουνα λοιπόν.. και κοίταζα τις μυλόπετρες να γυρίζουν και δεν άφηνα από δίπλα μου τα τσουβαλάκια, γιατί υπήρχε μεγάλη πείνα, κι όταν έφευγες δυό λεπτά, κάποιος θα σου τά παιρνε . Σαν είμαστε δυο τρείς κι εγνώριζε ο ένας τον άλλονε, αφήναμε τα τσουβαλάκια μας και για να περάσει η ώρα, εκαθίζαμε έξω στη θάλασσα. Καθίζαμε λίγο εκεί στα βοτσαλάκια, όταν ήταν κι άλλες της ηλικίας μου και επιάναμε καβουράκια, πετούσαμε πετρούλες στη θάλασσα, ελέγαμε αστεία για να περνά η ώρα και πηγαίναμε πάλι απάνω. Στα τσουβαλάκια μας είχαμε γράψει και όνομα. Τα δικά μου είχανε το «Φ».
myloi4.JPG

Τους μύλους τους θυμάμαι σαν να ήταν χτες που πήγαινα. Του μεσαίου μύλου τα πανιά ήτανε πιο καλά, δεν υπήρχε φόβος να σταματήσει, αν και ήταν κιαυτουνού δουλεμένα πολύ. Απέξω ήταν καθαρή πέτρα, χωρίς σοβά και πάνω πάνω είχε δυό παραθυράκια που βλέπαμε απέξω. Πάνω στις πέτρες του μύλου ακουμπόυσε η στρογγύλη και η σκέπη.
Ο βοηθός του μυλωνά, ένα παιδί, σκούπιζε τη μυλόπετρα, γιατί κάνανε κάτι και μπορούσανε να τη σηκώνουνε λίγο. Καθόμουνα εκεί και περίμενα.. πολλές φορές έκλαιγα, αλλά έκανα κουράγιο, γιατί φοβόμουν να πάω σπίτι χωρίς το αλεύρι. Κι ο άνθρωπος ποτέ δε με γέλασε. Αλλά ήμουνα και πολύ καπάτσα σε τέτοια.

MyMylos270.jpg

Ο γέρος πολλές φορές τραγουδούσε

«Αμαν αμάν μυλωνά, κάνε μου τη ΄χαρη
Να μαλέσεις το σιτάρι..»

Πολλές φορές έλεγε και για τον αέρα, γιατί επαρακαλούσαμε να φυσήξει αέρας να γυρίσουν τα πανιά.
«Φύσηξε αέρα, φύσηξε νοτιά
Να γυρίσει ο μύλος μας να κάνομε ψωμιά»

Ελεγε κι αστεία κι επέιραζε τον κόσμο για να περάσει η ώρα μας - είχε όμως, πολλοί την έχουνε εδώ στη Χίο, αυτή τη χάρη. Μιλούσε συνεχώς, έτσι για πλάκα για να κάνει τον κόσμο να μη φωνάζει, να γελά ο κόσμος, να μη μαλώνουνε.
Ημουνα πάντα ευχαριστημένη απ αυτόν τον άνθρωπο, έπαιρνα το αλεύρι και το πήγαινα στη μαμά.»


Από προφορική αφήγηση της Δέσποινας Ζ (έτος γέννησης 1929)

Πηγές:
Μια εξαιρετική εργασία της Ομάδας περιβαλλοντικής εκπαίδευσης Γυμν. Βροντάδου με τίτλο "O κύκλος που έκλεισε»
Καθηγήτρια κα Στέλλα Τσιροπινά..


Οι Ανεμόμυλοι είναι από τις πρώτες βιομηχανικές εγκαταστάσεις στον ελλαδικό χώρο. Υπάρχουν ήδη από τα βυζαντινά χρόνια. Είναι κυλινδρικά πέτρινα κτίσματα, με δύο πατώματα. Στο ανώι λειτουργούσε η μυλόπετρα, και στο κατώι στοιβαζόταν το σιτάρι. Ένας μύλος μπορούσε να αλέσει πολλές δεκάδες κιλά σιτηρών την ώρα, ανάλογα με την ένταση του ανέμου. Εξαίρεση αποτελούσαν οι ανεμόμυλοι στα Ταμπάκικα της Χίου, χαρακτηρισμένοι σήμερα ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των κοντινών εργοστασίων, αλέθοντας τα υλικά για την επεξεργασία των 
δερμάτων

Δεν υπάρχουν σχόλια: