Τετάρτη 27 Μαΐου 2009

στον αέρα






Πάντοτε ζήλευα τα πουλιά

Ετσι όπως ανεβαίνουν

εκμεταλλευόμενα τα ανοδικά ρεύματα του αέρα

σχηματίζοντας μεγάλους κύκλους

κιέπειτα πλανάρουν σαν σε αργή κίνηση...


Φτιάχνουν φωλιές όπου γουστάρουν

κι ακόμα κιαν τις βρίσκουν γκρεμισμένες

συνεχίζουν το τραγούδι τους


Αλλάζουν τόπους και ουρανούς

χωρίς τίποτα να τα εμποδίζει




Βλέπουν εμάς.. τον κόσμο μας.. τόσο μικρό και ασήμαντο..


Μυρμήγκια οι άνθρωποι πάνε κιέρχονται ασταμάτητα


με τα πόδια και το νου κολλημένα στη γη


Στοίχημα πάω.. μας λυπούνται ..





Πρόσφατα διάβασα για τις Σταχτάρες,


τα πιο τέλεια προσαρμοσμένα στην εναέρια ζωή πουλιά, που πλανάρουν όλη μέρα καθαρίζοντας τον ουρανό από κάθε ευδιάκριτο ψεγάδι. Μοιάζουν με χελιδόνια, αλλά είναι εντελώς σκουρόχρωμες και το σχήμα τους θυμίζει δρεπάνι. Κυνηγούν και τρώνε στον αέρα, πίνουν και ζευγαρώνουν εν πτήσει και ακόμη κοιμούνται πετώντας πολύ ψηλά. Επί εννέα μήνες δεν αγγίζουν το έδαφος και έρχονται σ' αυτό μόνο για να γεννήσουν και να μεγαλώσουν τα μικρά τους.



Μου φάνηκε απίστευτο

Η τέλεια αρμονία με το σύμπαν!!!






Eίχα την τύχη να βρεθώ για λίγο στον αέρα, στο ύψος που πετούν τα πουλιά
με το ανεμόπτερο που βλέπετε,

Αυτή η αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας, Σας λέω δεν περιγράφεται

Και βεβαια Η ζήλια μου για τα πουλιά κορυφώθηκε..


Γιατί Οταν κοιτάς απο ψηλά.. μοιάζει η γη με ζωγραφιά


σε Μας φίλοι μου το λέω... που την έχουμε πάρει σοβαρά..






Παρασκευή 22 Μαΐου 2009

ραγισματιά

Ο ήλιος μεσουρανεί
και εμφανίζεσαι από το πουθενά
Μια μικρή ραγισματιά στο φλοιό της γης..



Έλα και το χέρι δωσ' μου
άγνωστο παιδί του κόσμου
να σε πάρω αγκαλιά
θάρρος η ελπίδα δίνει
κι όλη η γη μπορεί
να γίνει των παιδιών μια γειτονιά.
.


Κυριακή 17 Μαΐου 2009

και έμεινα μονάχη..




Eμεινα μονάχη

Καταμεσής σένα άγνωστο τοπίο

ωστόσο δικό μου

Περιπλανιέμαι στα άδεια δωμάτια

Αφουγκράζομαι φωνές και γέλια ανθρώπων

Κάποτε..

τώρα μόνο πρόσωπα που ρέουν απ τις ρωγμές των τοίχων

Εχω ζήσει λέω εδώ..

μα δε θυμάμαι..

Πότε? Σε ποιόν καιρό?

Μια αίσθηση μόνο από χαμένο παράδεισο

Και φυσάει τώρα και κρύωνω..

Τα αγριόχορτα έξω στον κήπο με κοιτάζουν κι αυτά παράξενα..

Φοβάμαι τους λέω..
Τρέχω να κρυφτώ..

Ξαπλώνω.. κοιμάμαι χωρίς να βγάλω τα ρούχα.. τις παντόφλες ..

Είναι κι αυτά μια παρηγοριά..

Στην προσπάθειά μου να ξεφύγω κοιμάμαι πολύ..

Μα και ο ύπνος μου πάλιωσε κιαυτός και γέμισε ρωγμές και ξεφτίδια,

σαν ρούχο παλιό, τριμμένο..

μπαίνει τωρα φως απ τις ρωγμές και κάνει διάφανα τα όνειρά μου..

Φεγγίζω ολόκληρη και αυτό με κάνει να φοβάμαι ακόμα πιο πολύ..

Δεν μπορώ πια ούτε στον ύπνο μου να κρυφτώ..

Λέω, ήρθε η ώρα ν αρχίσω να μαζεύω τα πράγματά μου..

αποσκευές άνευ αξίας..

Μια οικογενειακή φωτογραφία..

το βιβλίο με τις προσευχές..
τους βίους των αγίων..

Εκείνο το ποίημα που άφησα μισοτελειωμένο γιατί δεν έβρισκα τις κατάλληλες λέξεις…

Ετοιμη είμαι θαρρώ «συσκευασμένη» για τη μεταφορά..



Στη γιαγιά μου... και σε όλους που βαδίζουν προς το τέρμα της διαδρομής..